τυφεκισμός

τυφεκισμός
ο см. τουφεκισμός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τυφεκισμός" в других словарях:

  • τυφεκισμός — ο, Ν [τυφέκιο] 1. εκπυρσοκρότηση τυφεκίου 2. εκτέλεση θανατικής ποινής, θανάτωση με πυροβολισμούς τυφεκίου ή τυφεκίων …   Dictionary of Greek

  • τυφεκισμός — ο βλ. τουφεκισμός, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουφεκισμός — και ντουφεκισμός και τύφεκισμός, ο, Ν 1. η βολή σφαίρας από τουφέκι 2. εκτέλεση θανατικής ποινής, θανάτωση με ομαδικούς πυροβολισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφεκίζω / ντουφεκίζω / τυφεκίζω. Ο τ. τυφεκισμός μαρτυρείται από το 1887 στον Ιω.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»